φανταρίστικος

φανταρίστικος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους φαντάρους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανταρίστικα
η στολή τών φαντάρων
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φανταρίστικα
όπως οι φαντάροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντάρος + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φανταρίστικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φαντάρους, ο στρατιωτικός: Φανταρίστικη ζωή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φανταρίστικα η στολή του φαντάρου, η στρατιωτική στολή: Από χτες φόρεσε τα φανταρίστικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”